πλούμισμα

πλούμισμα
το, Ν Μ [πλουμίζω]
η διακόσμηση με πλουμίδια, με ποικίλματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλούμισμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλουμίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποίκιλση — η / ποίκιλσις, ίλσεως, ΝΑ [ποικίλλω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ποικίλλω, η διακόσμηση με ποικίλματα, κεντήματα, το πλούμισμα αρχ. ποικίλη διαμόρφωση («νομίσαντα προς πάντα εἶναι χρησίμους τὰς τῶν ἀριθμῶν διανομὰς καὶ ποικίλσεις»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”